περιηγούμαι — περιηγοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ 1. ταξιδεύω κάπου για να επισκεφθώ τα αξιοθέατα και να γνωρίσω τη ζωή τών κατοίκων, κάνω τουρισμό 2. επισκέπτομαι χώρο αρχαιολογικού φυσικού ή πολιτιστικού ενδιαφέροντος και βλέπω τα αξιοθέατα ή τα εκθέματα μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
περιηγοῦμαι — περιηγέομαι lead round pres ind mp 1st sg (attic epic doric) περϊηγοῦμαι , περιηγέομαι lead round pres ind mid 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια … Dictionary of Greek
εγκυκλώ — ἐγκυκλῶ ( όω) (Α) 1. στρέφω παντού, κυκλικά 2. σχηματίζω κύκλο, κάθομαι ολόγυρα 3. περικυκλώνω, περιζώνω 4. μέσ. ἐγκυκλοῡμαι περιηγούμαι … Dictionary of Greek
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek
περίειμι — (I) ΜΑ επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ. β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.) αρχ. 1. βρίσκομαι γύρω από κάτι («χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.) 2. υπερέχω,… … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περιήγημα — τὸ, Α [περιηγούμαι] τοπογραφική περιγραφή … Dictionary of Greek
περιήγηση — η / περιήγησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιηγούμαι] νεοελλ. μσν. μετάβαση σε διάφορους τόπους για να τούς γνωρίσει κανείς και να επισκεφθεί τα αξιοθέατά τους, ο τουρισμός αρχ. 1. η ξενάγηση σε έναν χώρο 2. γεωγραφική περιγραφή («oἱ τὰς περιηγήσεις καί τοὺς… … Dictionary of Greek
περιηγητής — Αυτός που ταξιδεύει με σκοπό την ψυχαγωγία ή τη μόρφωση. Η τάση για περιήγηση χρονολογείται από την αρχαιότητα και κυρίως από τότε που τα ταξίδια έπαυσαν να είναι πολύ επικίνδυνα. Τον 6o αι. π.Χ. αναφέρονται πολλά ονόματα ελλήνων περιηγητών, που… … Dictionary of Greek